Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοέτηρος — ἰσοέτηρος, ον (Α) ισοετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ετ (< ἔτος) + ηρος* (πρβλ. τρι έτ ηρος)] … Dictionary of Greek
ἰσοέτηρον — ἰσοέτηρος equal in years masc/fem acc sg ἰσοέτηρος equal in years neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)